Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἡμιστρόφιον
ἡμισύδουλος
ἡμισύθλαστος
ἡμισύνθεσις
ἥμισυς
ἡμισύτριτον
ἡμισυχοῖνιξ
ἡμισύχοιρος
ἡμισφαγής
ἡμισφαίριον
ἡμισφήκιον
ἡμίσχετος
ἡμίσχοινον
ἡμιταινίδιον
ἡμιταλαντιαῖος
ἡμιτάλαντον
ἡμιτάριχος
ἡμίτεια
ἡμιτέλεια
ἡμιτέλεστος
ἡμιτελέω
View word page
ἡμισφήκιον
ἡμι-σφήκιον, τό, dub. sens. in BCH 35.243 (Delos, ii B.C.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἡμισφήκιον
Headword (normalized):
ἡμισφήκιον
Headword (normalized/stripped):
ημισφηκιον
IDX:
47293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-47294
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἡμι-σφήκιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BCH</span> 35.243 </span> (Delos, ii B.C.).</div><br><br>'}