Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἡμίσπονδος
ἡμισταδιαῖος
ἡμιστάδιον
ἡμιστατήρ
ἡμιστάτηρον
ἡμιστίχιον
ἡμιστρατιώτης
ἡμιστρόγγυλος
ἡμιστρόφιον
ἡμισύδουλος
ἡμισύθλαστος
ἡμισύνθεσις
ἥμισυς
ἡμισύτριτον
ἡμισυχοῖνιξ
ἡμισύχοιρος
ἡμισφαγής
ἡμισφαίριον
ἡμισφήκιον
ἡμίσχετος
ἡμίσχοινον
View word page
ἡμισύθλαστος
ἡμῐσύ-θλαστος, ον,
A). half-crushed, Hsch.


ShortDef

half-crushed

Debugging

Headword:
ἡμισύθλαστος
Headword (normalized):
ἡμισύθλαστος
Headword (normalized/stripped):
ημισυθλαστος
IDX:
47285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-47286
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἡμῐσύ-θλαστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">half-crushed</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}