Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἡμίσεια
ἡμισελήνιον
ἡμισεύελπις
ἡμίσευμα
ἡμισευτής
ἡμισεύω
ἡμισιάζω
ἡμισσειάζω
ἡμίσικλον
ἡμισίκλιον
ἡμίσιος
ἡμίσκουτον
ἡμίσοφος
ἡμισπάθιον
ἡμίσπαστος
ἡμισπιθαμιαῖος
ἡμισπίθαμος
ἡμίσπονδος
ἡμισταδιαῖος
ἡμιστάδιον
ἡμιστατήρ
View word page
ἡμίσιος
ἡμί-σιος,
A). v. ἡμίθεος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἡμίσιος
Headword (normalized):
ἡμίσιος
Headword (normalized/stripped):
ημισιος
IDX:
47268
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-47269
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἡμί-σιος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἡμίθεος</span> .</div> </div><br><br>'}