Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἡμιπληγής
ἡμιπληγία
ἡμιπλήξ
ἡμιπλήρης
ἡμιπλήρωτος
ἡμιπλίνθιον
ἡμίπνικτος
ἡμίπνοος
ἡμιποδιαῖος
ἡμιπόδιον
ἡμιπόδιος
ἡμιποίητος
ἡμίπολον
ἡμιπόνηρος
ἡμίπους
ἡμίπτωτος
ἡμιπύργιον
ἡμίπυρος
ἡμιπύρωτος
ἡμιρόδιον
ἡμιρραγής
View word page
ἡμιπόδιος
ἡμι-πόδιος
, v.l. in
Gp.
4.12.2
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἡμιπόδιος
Headword (normalized):
ἡμιπόδιος
Headword (normalized/stripped):
ημιποδιος
IDX:
47238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-47239
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἡμι-πόδιος</span>, v.l. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Gp.</span> 4.12.2 </span>.</div><br><br>'}