Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἡμίπλεθρον
ἡμίπλεκτος
ἡμίπλευρος
ἡμιπλέως
ἡμιπληγής
ἡμιπληγία
ἡμιπλήξ
ἡμιπλήρης
ἡμιπλήρωτος
ἡμιπλίνθιον
ἡμίπνικτος
ἡμίπνοος
ἡμιποδιαῖος
ἡμιπόδιον
ἡμιπόδιος
ἡμιποίητος
ἡμίπολον
ἡμιπόνηρος
ἡμίπους
ἡμίπτωτος
ἡμιπύργιον
View word page
ἡμίπνικτος
ἡμί-πνικτος, ον,(πνίγω)
A). half-choked, Gloss.


ShortDef

half-choked

Debugging

Headword:
ἡμίπνικτος
Headword (normalized):
ἡμίπνικτος
Headword (normalized/stripped):
ημιπνικτος
IDX:
47234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-47235
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἡμί-πνικτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>,(<span class="etym greek">πνίγω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">half-choked,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}