Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἡμιπέλεκκον
ἡμιπέ<πε>ιρος
ἡμίπεπτος
ἡμιπέπων
ἡμιπέρσης
ἡμιπήχειον
ἡμιπηχυαῖος
ἡμίπηχυς
ἡμίπλεθρον
ἡμίπλεκτος
ἡμίπλευρος
ἡμιπλέως
ἡμιπληγής
ἡμιπληγία
ἡμιπλήξ
ἡμιπλήρης
ἡμιπλήρωτος
ἡμιπλίνθιον
ἡμίπνικτος
ἡμίπνοος
ἡμιποδιαῖος
View word page
ἡμίπλευρος
ἡμί-πλευρος,
A). v. ἡμίκοπος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἡμίπλευρος
Headword (normalized):
ἡμίπλευρος
Headword (normalized/stripped):
ημιπλευρος
IDX:
47226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-47227
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἡμί-πλευρος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἡμίκοπος</span> .</div> </div><br><br>'}