Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἡμιολιασμός
ἡμιολίζω
ἡμιόλιος
ἡμιολίς
ἡμιόλκιον
ἡμιονάγριον
ἡμιόνειος
ηγός
ἡμιονικός
ἡμιόνιον
ἡμιονίτης
ἡμιονῖτις
ἡμιονόκουρος
ἡμίονος
ἡμίοπλος
ἡμίοπος
ἡμίοπτος
ἡμιουγκιαῖος
ἡμιούγκιον
ἡμιπαγής
ἡμιπαθής
View word page
ἡμιονίτης
ἡμιον-ίτης [νῑ],,
A). muleteer, PCair.Zen. 4.69 (iii B.C.).


ShortDef

muleteer

Debugging

Headword:
ἡμιονίτης
Headword (normalized):
ἡμιονίτης
Headword (normalized/stripped):
ημιονιτης
IDX:
47204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-47205
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἡμιον-ίτης</span> [<span class="foreign greek">νῑ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">muleteer,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PCair.Zen.</span> 4.69 </span> (iii B.C.).</div> </div><br><br>'}