Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἡμίνα
ἡμίναυλον
ἡμίναυον
ἡμινεοτελής
ἡμίνηρος
ἡμίξεστον
ἡμίξηρος
ἡμιξύρητος
ἡμιόγδοον
ἡμιοβόλιον
ἡμιόδελος
ἡμιόδιον
ἡμιόδιος
ἡμιολιασμός
ἡμιολίζω
ἡμιόλιος
ἡμιολίς
ἡμιόλκιον
ἡμιονάγριον
ἡμιόνειος
ηγός
View word page
ἡμιόδελος
ἡμι-όδελος, ,= ἡμιωβέλιον, dub. in GDI 2562.26 (Delph., iv B.C.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἡμιόδελος
Headword (normalized):
ἡμιόδελος
Headword (normalized/stripped):
ημιοδελος
IDX:
47191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-47192
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἡμι-όδελος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>,= <span class="foreign greek">ἡμιωβέλιον</span>, dub. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">GDI</span> 2562.26 </span> (Delph., iv B.C.).</div><br><br>'}