Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἡμικύκλιος
ἡμικυκλιώδης
ἡμικυκλοειδής
ἡμίκυκλος
ἡμικύλινδρος
ἡμίκυνες
ἡμίκυπρον
ἡμικώνιον
ἡμίκῳον
ἡμίλαγος
ἡμιλάμιον
ἡμίλαμπρος
ἡμιλάσταυρος
ἡμιλέπιστος
ἡμίλεπτος
ἡμίλευκος
ἡμιλιτριαῖος
ἡμιλίτριον
ἡμίλιτρον
ἡμίλουτος
ἡμιλοχία
View word page
ἡμιλάμιον
ἡμι-λάμιον· μέρος Μεσσαπίων, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἡμιλάμιον
Headword (normalized):
ἡμιλάμιον
Headword (normalized/stripped):
ημιλαμιον
IDX:
47147
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-47148
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἡμι-λάμιον·</span> <span class="foreign greek">μέρος Μεσσαπίων</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}