Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἡμικεφάλαιον
ἡμικεφάλιον
ἡμικίριον
ἡμικλάδευτος
ἡμίκλαστος
ἡμίκλειστος
ἡμικλήριον
ἡμικλίβανος
ἡμίκλινον
ἡμικόγγιον
ἡμικόλλιον
ἡμίκοπος
ἡμικόριον
ἡμικόσμιον
ἡμικοτύλη
ἡμικοτυλίειος
ἡμικοτύλιον
ἡμίκουρος
ἡμίκραιρα
ἡμικρανία
ἡμικρανικός
View word page
ἡμικόλλιον
ἡμι-κόλλιον,
A). v. -κόριον .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἡμικόλλιον
Headword (normalized):
ἡμικόλλιον
Headword (normalized/stripped):
ημικολλιον
IDX:
47122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-47123
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἡμι-κόλλιον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">-κόριον</span> .</div> </div><br><br>'}