Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἡμίθραυστος
ἡμιθωράκιον
ἡμιϊουδαῖος
ἡμίιππος
ἡμικάδιον
ἡμίκακος
ἡμικαλάθιον
ἡμίκαυστος
ἡμίκενος
ἡμίκεντρος
ἡμικεραμία
ἡμικεραύνιος
ἡμικεφάλαιον
ἡμικεφάλιον
ἡμικίριον
ἡμικλάδευτος
ἡμίκλαστος
ἡμίκλειστος
ἡμικλήριον
ἡμικλίβανος
ἡμίκλινον
View word page
ἡμικεραμία
ἡμι-κερᾰμία and ἡμι-κέρᾰμον,
A). urna, Gloss.


ShortDef

urna

Debugging

Headword:
ἡμικεραμία
Headword (normalized):
ἡμικεραμία
Headword (normalized/stripped):
ημικεραμια
IDX:
47110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-47111
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἡμι-κερᾰμία</span> and <span class="orth greek">ἡμι-κέρᾰμον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">urna,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}