Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἡμιδαπής
ἡμιδαρεικόν
ἡμιδεής
ἡμίδελτα
ἡμιδέξιον
ἡμίδιμνον
ἡμιδιπλοΐδιον
ἡμιδουλεία
ἡμίδουλος
ἡμίδραχμον
ἡμιδωδέκατον
ἡμίειλος
ἡμιεκταΐδιον
ἡμιέκτεων
ἡμίεκτον
ἡμιεκφανής
ἡμιέλλην
ἡμιεπές
ἡμιέργαστος
ἡμιέτης
ἡμίεφθος
View word page
ἡμιδωδέκατον
ἡμι-δωδέκατον, τό,
A). = ἡμίχουν , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἡμιδωδέκατον
Headword (normalized):
ἡμιδωδέκατον
Headword (normalized/stripped):
ημιδωδεκατον
IDX:
47076
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-47077
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἡμι-δωδέκατον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἡμίχουν</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}