Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἡμιδάϊκτος
ἡμιδακτυλιαῖος
ἡμιδακτύλιον
ἡμιδαμής
ἡμιδανάκη
ἡμιδαπής
ἡμιδαρεικόν
ἡμιδεής
ἡμίδελτα
ἡμιδέξιον
ἡμίδιμνον
ἡμιδιπλοΐδιον
ἡμιδουλεία
ἡμίδουλος
ἡμίδραχμον
ἡμιδωδέκατον
ἡμίειλος
ἡμιεκταΐδιον
ἡμιέκτεων
ἡμίεκτον
ἡμιεκφανής
View word page
ἡμίδιμνον
ἡμί-διμνον,
A). v. ἡμέδιμνον .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἡμίδιμνον
Headword (normalized):
ἡμίδιμνον
Headword (normalized/stripped):
ημιδιμνον
IDX:
47071
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-47072
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἡμί-διμνον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἡμέδιμνον</span> .</div> </div><br><br>'}