Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἡμεροτοκέω
ἡμεροτροφίς
ἡμερούσιος
ἡμεροφαής
ἡμερόφαντος
ἡμεροφυλακέω
ἡμεροφύλαξ
ἡμερόφυλλος
ἡμερόφωνος
ἡμερόω
ἡμερωλίας
ἡμέρωμα
ἡμερωρέω
ἡμέρωσις
ἡμερωτής
ἦμες
ἡμετέρειος
ἡμέτερος
ἠμί
ἡμῐ
ἡμιάγρυπνος
View word page
ἡμερωλίας
ἡμερ-ωλίας· τοὺς ἐν αὐλῇ διακόνους, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἡμερωλίας
Headword (normalized):
ἡμερωλίας
Headword (normalized/stripped):
ημερωλιας
IDX:
47019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-47020
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἡμερ-ωλίας·</span> <span class="foreign greek">τοὺς ἐν αὐλῇ διακόνους</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}