Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἡμεροκοίτης
ἡμερόκοιτος
ἡμερολεγδόν
ἡμερολογέω
ἡμερολόγιον
ἡμερομαντεία
ἡμερομαχία
ἡμερονύκτιον
ἡμερόπιτυς
ἡμεροποιέω
ἡμεροποιός
ἡμεροπόσιον
ἥμερος
ἡμεροσκοπεῖον
ἡμεροσκοπέω
ἡμεροσκοπία
ἡμερόσκοπος
ἡμερότης
ἡμεροτοκέω
ἡμεροτροφίς
ἡμερούσιος
View word page
ἡμεροποιός
ἡμερο-ποιός, όν, Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἡμεροποιός
Headword (normalized):
ἡμεροποιός
Headword (normalized/stripped):
ημεροποιος
IDX:
47001
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-47002
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἡμερο-ποιός</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}