Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἡμεροκαλλές
ἡμεροκλέπτης
ἡμεροκοίτης
ἡμερόκοιτος
ἡμερολεγδόν
ἡμερολογέω
ἡμερολόγιον
ἡμερομαντεία
ἡμερομαχία
ἡμερονύκτιον
ἡμερόπιτυς
ἡμεροποιέω
ἡμεροποιός
ἡμεροπόσιον
ἥμερος
ἡμεροσκοπεῖον
ἡμεροσκοπέω
ἡμεροσκοπία
ἡμερόσκοπος
ἡμερότης
ἡμεροτοκέω
View word page
ἡμερόπιτυς
ἡμερό-πῐτυς
,
υος
,
ἡ
,
A).
cultivated pine
,
Hsch.
s.v.
μήκωνες
.
ShortDef
cultivated pine
Debugging
Headword:
ἡμερόπιτυς
Headword (normalized):
ἡμερόπιτυς
Headword (normalized/stripped):
ημεροπιτυς
IDX:
46999
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-47000
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἡμερό-πῐτυς</span>, <span class="itype greek">υος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cultivated pine</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">μήκωνες</span> .</div> </div><br><br>'}