Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀβαίνω
ἀβακέω
ἀβακηνούς
ἀβακής
ἀβάκητον
ἀβακίζομαι
ἀβάκιον
ἀβακίσκος
ἀβακλή
ἀβακοειδής
ἄβακτον
ἀβάκχευτος
ἀβακχίωτος
ἄβαλε
ἀβαμβάκευτος
ἄβαξ
ἀβάπτιστος
ἄβαπτος
ἀβαρβάριστος
ἀβαρής
ἄβαρις
View word page
ἄβακτον
ἄβακτον·
τὸν μὴ μακαριστόν
( Dor.),
Phot.
,
AB
323
; cf.
σαβάκτης.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἄβακτον
Headword (normalized):
ἄβακτον
Headword (normalized/stripped):
αβακτον
IDX:
46
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-47
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄβακτον·</span> <span class="foreign greek">τὸν μὴ μακαριστόν</span> ( Dor.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span>, <span class="title" style="font-style: italic;">AB</span> 323 </span>; cf. <span class="foreign greek">σαβάκτης.</span> </div><br><br>'}