Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἡμεροδρομέω
ἡμεροδρόμης
ἡμέροας
ἡμεροδρόμιον
ἡμεροδρόμος
ἡμερόδρυς
ἡμεροειδής
ἡμεροθαλλής
ἡμεροθηρικός
ἡμεροκαλλές
ἡμεροκλέπτης
ἡμεροκοίτης
ἡμερόκοιτος
ἡμερολεγδόν
ἡμερολογέω
ἡμερολόγιον
ἡμερομαντεία
ἡμερομαχία
ἡμερονύκτιον
ἡμερόπιτυς
ἡμεροποιέω
View word page
ἡμεροκλέπτης
ἡμερο-κλέπτης
,
ου
,
ὁ
,
A).
one who robs by day,
Gloss.
ShortDef
one who robs by day
Debugging
Headword:
ἡμεροκλέπτης
Headword (normalized):
ἡμεροκλέπτης
Headword (normalized/stripped):
ημεροκλεπτης
IDX:
46990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-46991
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἡμερο-κλέπτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one who robs by day,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}