Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἡμερογράφος
ἡμεροδανειστής
ἡμερόδοτος
ἡμεροδρομέω
ἡμεροδρόμης
ἡμέροας
ἡμεροδρόμιον
ἡμεροδρόμος
ἡμερόδρυς
ἡμεροειδής
ἡμεροθαλλής
ἡμεροθηρικός
ἡμεροκαλλές
ἡμεροκλέπτης
ἡμεροκοίτης
ἡμερόκοιτος
ἡμερολεγδόν
ἡμερολογέω
ἡμερολόγιον
ἡμερομαντεία
ἡμερομαχία
View word page
ἡμεροθαλλής
ἡμερο-θαλλής, ές,(θάλλω)
A). gently-sprouting, AP 9.374 (nisi leg. -θηλέσι).


ShortDef

gently-sprouting

Debugging

Headword:
ἡμεροθαλλής
Headword (normalized):
ἡμεροθαλλής
Headword (normalized/stripped):
ημεροθαλλης
IDX:
46987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-46988
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἡμερο-θαλλής</span>, <span class="itype greek">ές</span>,(<span class="etym greek">θάλλω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">gently-sprouting,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">AP</span> 9.374 </span>(nisi leg. <span class="foreign greek">-θηλέσι</span>).</div> </div><br><br>'}