Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἡμερίς
ἡμερόβιος
ἡμερογράφος
ἡμεροδανειστής
ἡμερόδοτος
ἡμεροδρομέω
ἡμεροδρόμης
ἡμέροας
ἡμεροδρόμιον
ἡμεροδρόμος
ἡμερόδρυς
ἡμεροειδής
ἡμεροθαλλής
ἡμεροθηρικός
ἡμεροκαλλές
ἡμεροκλέπτης
ἡμεροκοίτης
ἡμερόκοιτος
ἡμερολεγδόν
ἡμερολογέω
ἡμερολόγιον
View word page
ἡμερόδρυς
ἡμερό-δρῡς
,
ῠος
,
ἡ
,
A).
nut-gall oak, Quercus infectoria
, Id.
ShortDef
nut-gall oak, Quercus infectoria
Debugging
Headword:
ἡμερόδρυς
Headword (normalized):
ἡμερόδρυς
Headword (normalized/stripped):
ημεροδρυς
IDX:
46985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-46986
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἡμερό-δρῡς</span>, <span class="itype greek">ῠος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">nut-gall oak, Quercus infectoria</span>, Id.</div> </div><br><br>'}