Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἡμερίδης
ἡμερίδιον
ἡμερινός
ἡμέριος
ἡμερίς
ἡμερόβιος
ἡμερογράφος
ἡμεροδανειστής
ἡμερόδοτος
ἡμεροδρομέω
ἡμεροδρόμης
ἡμέροας
ἡμεροδρόμιον
ἡμεροδρόμος
ἡμερόδρυς
ἡμεροειδής
ἡμεροθαλλής
ἡμεροθηρικός
ἡμεροκαλλές
ἡμεροκλέπτης
ἡμεροκοίτης
View word page
ἡμεροδρόμης
ἡμερο-δρόμης, Dor.(?)


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἡμεροδρόμης
Headword (normalized):
ἡμεροδρόμης
Headword (normalized/stripped):
ημεροδρομης
IDX:
46981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-46982
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἡμερο-δρόμης</span>, Dor.(?)</div><br><br>'}