ἡμερινός
ἡμερ-ινός, ή, όν,
A). of day, φῶς R. 508c ; by day, opp. νυκτερινός, πυρετός Epid. 1.5 ; ἄγγελος ἡ. day-messenger, Cyr. 8.6.18 ; cf. ἡμεροδρόμος; ἡ. θεωρίαι ; 9.14.6 βοηλάται PLond. 3.1177.153 (ii A.D.).
II). ἡ. σῖτα, in Pax 163 (anap.), is expl. by Sch., θνητά, ἐπίγεια ( v.l. ἡμερίων ); ἰχθύς ἡ. is dub. in (anap.). 5.2