Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἡμέρα
ἡμεραῖος
ἡμεράλωψ
Ἡμερασία
ἠλυγάσια
ἡμέρευσις
ἡμερεύω
ἡμερήσιος
ἡμερία
ἡμερίδης
ἡμερίδιον
ἡμερινός
ἡμέριος
ἡμερίς
ἡμερόβιος
ἡμερογράφος
ἡμεροδανειστής
ἡμερόδοτος
ἡμεροδρομέω
ἡμεροδρόμης
ἡμέροας
View word page
ἡμερίδιον
ἡμερ-ίδιον, τό, Dim. of ἡμέρα, Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἡμερίδιον
Headword (normalized):
ἡμερίδιον
Headword (normalized/stripped):
ημεριδιον
IDX:
46972
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-46973
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἡμερ-ίδιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of <span class="foreign greek">ἡμέρα</span>, <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}