Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἧμαι
ἤμαιθον
ἦμαρ
ἡμαρτημένως
ἠμάτιος
ἤμβροτον
ἡμεδαπός
ἡμέδιμνον
ἡμεῖς
ἠμελημένως
ἤμελλον
ἠμέν
ἡμέρα
ἡμεραῖος
ἡμεράλωψ
Ἡμερασία
ἠλυγάσια
ἡμέρευσις
ἡμερεύω
ἡμερήσιος
ἡμερία
View word page
ἤμελλον
ἤμελλον,
A). v. μέλλω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἤμελλον
Headword (normalized):
ἤμελλον
Headword (normalized/stripped):
ημελλον
IDX:
46960
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-46961
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἤμελλον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μέλλω</span> .</div> </div><br><br>'}