ἠμελημένως
ἠμελημένως, Adv. pf. part. Pass. of ἀμελέω,
A). in a state of neglect, διάγειν Ep. 8.10 ; ἠ. ἔχειν Mem. 3.11.4 ; ἐς προῦπτον κίνδυνον ἐκπέμπεσθαι Ind. 20.3 ; with studied neglect, ἑαυτὴν ἠ. πως κοσμήσασα ; 51.12 carelessly, . 28.5