Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἤλυσις
ἠλυσκάζω
ἡλωτός
ἧμα
ἠμαθόεις
ἧμαι
ἤμαιθον
ἦμαρ
ἡμαρτημένως
ἠμάτιος
ἤμβροτον
ἡμεδαπός
ἡμέδιμνον
ἡμεῖς
ἠμελημένως
ἤμελλον
ἠμέν
ἡμέρα
ἡμεραῖος
ἡμεράλωψ
Ἡμερασία
View word page
ἤμβροτον
ἤμβροτον, Ep. aor. 2 of ἁμαρτάνω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἤμβροτον
Headword (normalized):
ἤμβροτον
Headword (normalized/stripped):
ημβροτον
IDX:
46955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-46956
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἤμβροτον</span>, Ep. aor. 2 of <span class="foreign greek">ἁμαρτάνω</span>.</div><br><br>'}