Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Ἡλιοστιβής
Ἡλιοτρόπιον
Ἡλιοτρόπιος
Ἡλιότροπος
ἡλιοῦχος
ἡλιοφεγγής
ἡλιοφυές
ἡλιόφυτον
ἡλιόω
ἡλίσκος
ἤλιτε
ἠλιτενής
ἡλίτης
ἡλῖτις
ἠλιτοεργός
ἠλιτόμηνις
ἠλιτόμηνος
ἠλιφάρμακος
ἦλιψ
ἡλιώδης
ἡλιών
View word page
ἤλιτε
ἤλῐτε,
A). v. ἀλιταίνω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἤλιτε
Headword (normalized):
ἤλιτε
Headword (normalized/stripped):
ηλιτε
IDX:
46905
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-46906
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἤλῐτε</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀλιταίνω</span> .</div> </div><br><br>'}