Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Ἡλιοστασία
Ἡλιοστερής
Ἡλιοστιβής
Ἡλιοτρόπιον
Ἡλιοτρόπιος
Ἡλιότροπος
ἡλιοῦχος
ἡλιοφεγγής
ἡλιοφυές
ἡλιόφυτον
ἡλιόω
ἡλίσκος
ἤλιτε
ἠλιτενής
ἡλίτης
ἡλῖτις
ἠλιτοεργός
ἠλιτόμηνις
ἠλιτόμηνος
ἠλιφάρμακος
ἦλιψ
View word page
ἡλιόω
ἡλιόω,
A). v. ἡλιόομαι .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἡλιόω
Headword (normalized):
ἡλιόω
Headword (normalized/stripped):
ηλιοω
IDX:
46903
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-46904
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἡλιόω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἡλιόομαι</span> .</div> </div><br><br>'}