Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Ἡλιοσκόπος
Ἡλιοστασία
Ἡλιοστερής
Ἡλιοστιβής
Ἡλιοτρόπιον
Ἡλιοτρόπιος
Ἡλιότροπος
ἡλιοῦχος
ἡλιοφεγγής
ἡλιοφυές
ἡλιόφυτον
ἡλιόω
ἡλίσκος
ἤλιτε
ἠλιτενής
ἡλίτης
ἡλῖτις
ἠλιτοεργός
ἠλιτόμηνις
ἠλιτόμηνος
ἠλιφάρμακος
View word page
ἡλιόφυτον
ἡλιό-φῠτον, τό,
A). = μῖλαξ τραχεῖα , ib. 4.142 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἡλιόφυτον
Headword (normalized):
ἡλιόφυτον
Headword (normalized/stripped):
ηλιοφυτον
IDX:
46902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-46903
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἡλιό-φῠτον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μῖλαξ τραχεῖα</span> , ib.<span class="bibl"> 4.142 </span>.</div> </div><br><br>'}