Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Ἡλιοσκόπιος
Ἡλιοσκόπος
Ἡλιοστασία
Ἡλιοστερής
Ἡλιοστιβής
Ἡλιοτρόπιον
Ἡλιοτρόπιος
Ἡλιότροπος
ἡλιοῦχος
ἡλιοφεγγής
ἡλιοφυές
ἡλιόφυτον
ἡλιόω
ἡλίσκος
ἤλιτε
ἠλιτενής
ἡλίτης
ἡλῖτις
ἠλιτοεργός
ἠλιτόμηνις
ἠλιτόμηνος
View word page
ἡλιοφυές
ἡλιο-φῠές, τό,
A). = κλύμενον , Ps.- Dsc. 4.13 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἡλιοφυές
Headword (normalized):
ἡλιοφυές
Headword (normalized/stripped):
ηλιοφυες
IDX:
46901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-46902
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἡλιο-φῠές</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κλύμενον</span> , Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.13 </span>.</div> </div><br><br>'}