Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἥλιος
ἡλιοσέληνος
Ἡλιοσέραπις
Ἡλιοσκόπιος
Ἡλιοσκόπος
Ἡλιοστασία
Ἡλιοστερής
Ἡλιοστιβής
Ἡλιοτρόπιον
Ἡλιοτρόπιος
Ἡλιότροπος
ἡλιοῦχος
ἡλιοφεγγής
ἡλιοφυές
ἡλιόφυτον
ἡλιόω
ἡλίσκος
ἤλιτε
ἠλιτενής
ἡλίτης
ἡλῖτις
View word page
Ἡλιότροπος
Ἡλιό-τροπος
,
ὁ
,
A).
=
ἡλιοτρόπιον
1
, Ps.-
Dsc.
4.190
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
Ἡλιότροπος
Headword (normalized):
ἡλιότροπος
Headword (normalized/stripped):
ηλιοτροπος
IDX:
46898
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-46899
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Ἡλιό-τροπος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἡλιοτρόπιον</span> <span class="bibl"> 1 </span>, Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.190 </span>.</div> </div><br><br>'}