Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἡλιόμορφος
ἡλιόομαι
ἡλιοπάλιος
ἡλιόπεπτος
ἡλιοπλήξ
ἡλιόπους
ἥλιος
ἡλιοσέληνος
Ἡλιοσέραπις
Ἡλιοσκόπιος
Ἡλιοσκόπος
Ἡλιοστασία
Ἡλιοστερής
Ἡλιοστιβής
Ἡλιοτρόπιον
Ἡλιοτρόπιος
Ἡλιότροπος
ἡλιοῦχος
ἡλιοφεγγής
ἡλιοφυές
ἡλιόφυτον
View word page
Ἡλιοσκόπος
Ἡλιο-σκόπος
,
ὁ
, a Hermetic plant,
Cat.Cod.Astr.
8(2).163
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
Ἡλιοσκόπος
Headword (normalized):
ἡλιοσκόπος
Headword (normalized/stripped):
ηλιοσκοπος
IDX:
46892
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-46893
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Ἡλιο-σκόπος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, a Hermetic plant, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Cat.Cod.Astr.</span> 8(2).163 </span>.</div><br><br>'}