Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἡλιομανής
ἡλιομαντεία
ἡλιόμορφος
ἡλιόομαι
ἡλιοπάλιος
ἡλιόπεπτος
ἡλιοπλήξ
ἡλιόπους
ἥλιος
ἡλιοσέληνος
Ἡλιοσέραπις
Ἡλιοσκόπιος
Ἡλιοσκόπος
Ἡλιοστασία
Ἡλιοστερής
Ἡλιοστιβής
Ἡλιοτρόπιον
Ἡλιοτρόπιος
Ἡλιότροπος
ἡλιοῦχος
ἡλιοφεγγής
View word page
Ἡλιοσέραπις
Ἡλιο-σέρᾱπις, ιδος, , an Egyptian divinity, IG 14.2405.48 (Puteoli).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Ἡλιοσέραπις
Headword (normalized):
ἡλιοσέραπις
Headword (normalized/stripped):
ηλιοσεραπις
IDX:
46890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-46891
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Ἡλιο-σέρᾱπις</span>, <span class="itype greek">ιδος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, an Egyptian divinity, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 14.2405.48 </span> (Puteoli).</div><br><br>'}