Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἡλιοκεντρίς
ἡλιοκόμας
ἡλιόκτυπος
ἡλιομανής
ἡλιομαντεία
ἡλιόμορφος
ἡλιόομαι
ἡλιοπάλιος
ἡλιόπεπτος
ἡλιοπλήξ
ἡλιόπους
ἥλιος
ἡλιοσέληνος
Ἡλιοσέραπις
Ἡλιοσκόπιος
Ἡλιοσκόπος
Ἡλιοστασία
Ἡλιοστερής
Ἡλιοστιβής
Ἡλιοτρόπιον
Ἡλιοτρόπιος
View word page
ἡλιόπους
ἡλιό-πους
,
ποδος
,
ὁ
,
A).
=
ἡλιοτρόπιον
, Ps.-
Dsc.
4.190
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἡλιόπους
Headword (normalized):
ἡλιόπους
Headword (normalized/stripped):
ηλιοπους
IDX:
46887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-46888
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἡλιό-πους</span>, <span class="itype greek">ποδος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἡλιοτρόπιον</span> , Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.190 </span>.</div> </div><br><br>'}