Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἧλιξ
ἡλιόβατος
ἡλιόβλητος
ἡλιοβολέομαι
ἡλιόβολος
ἡλιοδρόμος
ἡλιοδύσιον
ἡλιοειδής
ἡλιοθαλπής
ἡλιοθερέω
ἡλιοθερής
ἡλιοκαής
ἡλιοκαΐα
ἡλιοκαλλίς
ἡλιοκάμινος
ἡλιοκάνθαρος
ἡλιόκαυστος
ἡλιοκαυτέω
ἡλιοκεντρίς
ἡλιοκόμας
ἡλιόκτυπος
View word page
ἡλιοθερής
ἡλιο-θερής, ές,(θέρω)
A). warmed in the sun, EM 58.1 .


ShortDef

warmed in the sun

Debugging

Headword:
ἡλιοθερής
Headword (normalized):
ἡλιοθερής
Headword (normalized/stripped):
ηλιοθερης
IDX:
46869
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-46870
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἡλιο-θερής</span>, <span class="itype greek">ές</span>,(<span class="etym greek">θέρω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">warmed in the sun,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">EM</span> 58.1 </span>.</div> </div><br><br>'}