ἠλέματος
ἠλέμᾰτος, Dor. and Aeol. ἀλέματος, ον,
A). idle, vain, Supp. 15.5 , Supp. 23.4 ; ὦ τᾶς ἀλεμάτω ψυχᾶς prob. l. in ( 15.4 ἀδεμ-, ἀδαμ- codd.); of a person, Timo 34.3 , cf. 66.4 (cj.); βροντή ; 2 χειρὸς ἑκηβολία AP 6.75 (Paul. Sil.); φαντασίη ib. 11.350 ( ). Adv. -τως idly, ; 4.1206 in vain, Cer. 91 : so neut. pl. ἠλέματα H. 4.590 .