Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἠερτίζω
ἠθάδιος
ἠθαῖος
ἠθαλέος
ἠθάνιον
ἠθάς
ἠθεῖος
ᾔθεος
ἠθέω
ἤθημα
ἠθήνιον
ἤθησις
ἠθητήρ
ἠθητήριον
ἠθητικός
ἠθικεύομαι
ἠθικός
ἤθισις
ἠθμοειδής
ἡθμός
ἠθμώδης
View word page
ἠθήνιον
ἠθ-ήνιον· ἠθάνιον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἠθήνιον
Headword (normalized):
ἠθήνιον
Headword (normalized/stripped):
ηθηνιον
IDX:
46757
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-46758
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἠθ-ήνιον·</span> <span class="foreign greek">ἠθάνιον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}