Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἠεροφοῖτις
ἠερόφοιτος
ἠερόφωνος
ἠερτίζω
ἠθάδιος
ἠθαῖος
ἠθαλέος
ἠθάνιον
ἠθάς
ἠθεῖος
ᾔθεος
ἠθέω
ἤθημα
ἠθήνιον
ἤθησις
ἠθητήρ
ἠθητήριον
ἠθητικός
ἠθικεύομαι
ἠθικός
ἤθισις
View word page
ᾔθεος
ᾔθεος
,
ὁ
,
ἡ
, Att. for
ἠίθεος
(q.v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ᾔθεος
Headword (normalized):
ᾔθεος
Headword (normalized/stripped):
ηθεος
IDX:
46754
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-46755
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ᾔθεος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, Att. for <span class="foreign greek">ἠίθεος</span> (q.v.).</div><br><br>'}