Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἠερέθομαι
ἠέριος
ἠεροδίνης
ἠεροειδής
ἠερόεις
ἠέροθεν
ἠερομήκης
ἠερόμικτος
ἠερόμορφος
ἠερόπλαγκτος
ἠερόποιταν
ἠέροπος
ἠεροφεγγής
ἠεροφοίτης
ἠεροφοῖτις
ἠερόφοιτος
ἠερόφωνος
ἠερτίζω
ἠθάδιος
ἠθαῖος
ἠθαλέος
View word page
ἠερόποιταν
ἠερό-ποιταν· ἐπιτιμῶσαν, and ἠερό-πομπα· κατὰ τὸν ἀέρα φαινόμενα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἠερόποιταν
Headword (normalized):
ἠερόποιταν
Headword (normalized/stripped):
ηεροποιταν
IDX:
46740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-46741
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἠερό-ποιταν·</span> <span class="foreign greek">ἐπιτιμῶσαν</span>, and <span class="orth greek">ἠερό-πομπα·</span> <span class="foreign greek">κατὰ τὸν ἀέρα φαινόμενα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}