Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀλουτιάω
ἄλουτος
ἁλοφόρος
ἄλοφος
ἀλόχευτος
ἄλοχος
ἀλόω
ἄλπνιστος
ἅλς
ἅλς
ἀλσείαν
Ἄλσειος
ἀλσηίς
ἀλσίνη
ἅλσις
ἄλσις
ἆλσο
ἀλσοκομέω
ἀλσοκομικός
ἀλσοκομική
ἀλσοποιία
View word page
ἀλσείαν
ἀλσείαν· πορείαν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀλσείαν
Headword (normalized):
ἀλσείαν
Headword (normalized/stripped):
αλσειαν
IDX:
4672
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-4673
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀλσείαν·</span> <span class="foreign greek">πορείαν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}