Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἡδύραβδον
ἡδύς
ἡδύσαρον
ἥδυσμα
ἡδυσμάτιον
ἡδυσματοθήκη
ἡδυσματόληρος
ἡδυσμός
ἡδύστομος
ἡδυσώματος
ἡδύτεραι
ἡδύτης
ἡδυτόκος
ἡδυφαής
ἡδυφάρυγξ
ἡδύφθογγος
ἡδύφρων
ἡδυφωνία
ἡδύφωνος
ἡδυχαρής
ἡδύχροος
View word page
ἡδύτεραι
ἡδύτεραι· αἱ τρυγόνες, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἡδύτεραι
Headword (normalized):
ἡδύτεραι
Headword (normalized/stripped):
ηδυτεραι
IDX:
46717
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-46718
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἡδύτεραι·</span> <span class="foreign greek">αἱ τρυγόνες</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}