Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἡδύοδμος
ἡδυοινία
ἡδύοινος
ἡδυόνειρος
ἡδύοσμος
ἡδυόφθαλμος
ἡδυπάθεια
ἡδυπαθέω
ἡδυπάθημα
ἡδυπαθής
ἡδύπνευστος
ἡδυπνοΐς
ἡδύπολις
ἡδυπορφύρα
ἡδυπότης
ἡδυπότις
ἡδύποτος
ἡδυπρόσωπος
ἡδύραβδον
ἡδύς
ἡδύσαρον
View word page
ἡδύπνευστος
ἡδύ-πνευστος
,
ον
,=
ἡδύπνοος
,
AP
5.117
(Marc. Arg.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἡδύπνευστος
Headword (normalized):
ἡδύπνευστος
Headword (normalized/stripped):
ηδυπνευστος
IDX:
46699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-46700
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἡδύ-πνευστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>,= <span class="foreign greek">ἡδύπνοος</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 5.117 </span> (Marc. Arg.).</div><br><br>'}