Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀγένητος
ἀγέννεια
ἀγεννής
ἀγεννησία
ἀγέννητος
ἀγεννία
ἀγεννίζω
ἁγέομαι
ἀγέραστος
ἀγέρδα
ἀγερέθω
ἄγερθεν
ἀγερμός
ἀγερμοσύνη
ἀγερσικύβηλις
ἄγερσις
ἀγέρτης
ἀγερωπεῖ
ἀγερωχία
ἀγέρωχος
Ἀγεσίλαος
View word page
ἀγερέθω
ἀγερέθω, v. sub ἠγερέθομαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀγερέθω
Headword (normalized):
ἀγερέθω
Headword (normalized/stripped):
αγερεθω
IDX:
466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-467
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀγερέθω</span>, v. sub <span class="foreign greek">ἠγερέθομαι</span>.</div><br><br>'}