Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἡδυλίζω
ἡδυλισμός
ἡδυλογέω
ἡδυλογία
ἡδύλογος
ἡδύλος
ἡδυλύρης
ἡδυμανής
ἡδυμέλεια
ἡδυμελής
ἡδύμελι
ἡδυμελίφθογγος
ἡδυμιγής
ἥδυμος
ἡδυντέον
ἡδυντήρ
ἡδυντήριος
ἡδυντικός
ἡδυντός
ἡδύνω
ἡδύοδμος
View word page
ἡδύμελι
ἡδῠ/-μελι,= μελισσόφυλον, prob. in Ps. Dsc. 3.104 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἡδύμελι
Headword (normalized):
ἡδύμελι
Headword (normalized/stripped):
ηδυμελι
IDX:
46679
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-46680
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἡδῠ/-μελι</span>,= <span class="foreign greek">μελισσόφυλον</span>, prob. in Ps.<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 3.104 </span>.</div><br><br>'}