ἡδονικός
ἡδονικός, ή, όν,
II). οἱ ἡ. the voluptuaries, of the Cyrenaic school of philosophers, , 13 ; 13.588a ἡ ἡ. αἵρεσις Libr.Propr. 16 ; ἐπὶ σωφροσύνης οὐχὶ ἡ. λέγεται ὁ ὑπερβάλλων ἀλλ’ ἀκόλαστος in EN 53.19 . Adv. -κῶς in Prm. p.521S.