ἠγερέθομαι
ἠγερέθομαι, Ep. form of ἀγείρομαι ( Pass.)
A). gather together, assemble, only 3 pl. pres. and impf., and inf., ἀμφὶ δέ μιν .. ἀγοὶ ἠγερέθονται , cf. 3.231 h.Ap. 147 ; ἀμφ’ ’Ατρεΐωνα ἀολλέες ἠγερέθοντο ; 23.233 περὶ δ’ ἐσθλοὶ ἑταῖροι ἀθρόοι ἠγερέθοντο ; 2.392 ἀμφ’ αἷμα .. ἀολλέες ἠγερέθοντο 11.228 ; σφιν ἐπέφραδον ἠγερέθεσθαι 10.127 ( ἠγερέεσθαι codd.): subj. ἠγερέθωνται H. 3.360 .