Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἁλοτροφέω
ἄλουα
ἁλούργημα
ἁλουργής
ἁλουργία
ἁλουργίδιον
ἁλουργικός
ἁλουργίς
ἁλουργοπώλης
ἁλουργοπωλική
ἁλουργός
ἀλουσία
ἀλουτέω
ἀλουτία
ἀλουτιάω
ἄλουτος
ἁλοφόρος
ἄλοφος
ἀλόχευτος
ἄλοχος
ἀλόω
View word page
ἁλουργός
ἁλουργός
,
όν
, v. sub
ἁλουργής.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἁλουργός
Headword (normalized):
ἁλουργός
Headword (normalized/stripped):
αλουργος
IDX:
4658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-4659
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἁλουργός</span>, <span class="itype greek">όν</span>, v. sub <span class="foreign greek">ἁλουργής.</span> </div><br><br>'}