ζώπυρον
ζώπῠρ-ον, τό,
A). spark or hot coal, used to kindle a fire: hence metaph., σμικρὰ ζ. τοῦ τῶν ἀνθρώπων διασεσως μένα γένους (of the survivors of the flood), Lg. 677b , cf. Tim. 3 ; so [ τὸ βαρὺ καὶ κοῦφον] οἷον ζ. ἄττα κινήσεως Cael. 308a2 ; βραχέα τινὰ ζ. τῆς Αυκούργου νομοθεσίας ; 2.240a ζ. τι πρὸς σωτηρίαν βίου ; 2.4 ζώπυρα τῆς ἰδίας σωτηρίας ; 2.519 ζ. φιλανθρωπίας flashes of humanity, Fr. 127J.