Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ζωοδότης
ζωοδότιον
ζωοειδής
ζωοθετέω
ζωοθηρία
ζωοθηρικός
ζωοθυτέω
ζωοκέφαλος
ζωόμορφος
ζῷον
ζωόνυχον
ζῳοπλαστέω
ζῳοπλάστης
ζῳοπλαστία
ζωοποιέω
ζωοποίησις
ζωοποιητικός
ζωοποιία
ζωοποιός
ζῳοπώλης
ζῳόπωλις
View word page
ζωόνυχον
ζωόνῠχον
,
τό
, a name of the plant
λεοντοπόδιον
, Ps.-
Dsc.
4.133
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ζωόνυχον
Headword (normalized):
ζωόνυχον
Headword (normalized/stripped):
ζωονυχον
IDX:
46485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-46486
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ζωόνῠχον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, a name of the plant <span class="foreign greek">λεοντοπόδιον</span>, Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.133 </span>.</div><br><br>'}