Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἄλοπος
ἁλοπώλης
ἁλοπώλια
ἁλορόα
ἇλος
ἁλοσάνθινος
ἁλόσανθον
ἁλοσάχνη
Ἁλοσύδνη
ἁλοτρίβανος
ἅλοτριψ
ἁλοτροφέω
ἄλουα
ἁλούργημα
ἁλουργής
ἁλουργία
ἁλουργίδιον
ἁλουργικός
ἁλουργίς
ἁλουργοπώλης
ἁλουργοπωλική
View word page
ἅλοτριψ
ἅλο-τριψ, ῐβος, , = foreg., AP 6.306 (Aristo).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἅλοτριψ
Headword (normalized):
ἅλοτριψ
Headword (normalized/stripped):
αλοτριψ
IDX:
4647
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-4648
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἅλο-τριψ</span>, <span class="itype greek">ῐβος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 6.306 </span> (Aristo).</div><br><br>'}